καταψηφίσει

καταψηφίσει
καταψήφισις
voting against
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
καταψηφίσεϊ , καταψήφισις
voting against
fem dat sg (epic)
καταψήφισις
voting against
fem dat sg (attic ionic)
καταψηφίζομαι
vote against
fut ind mp 2nd sg
καταψηφίζομαι
vote against
aor subj act 3rd sg (epic)
καταψηφίζομαι
vote against
fut ind mid 2nd sg
καταψηφίζομαι
vote against
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αντιπολίτευση — η 1. αντίθεση πολιτική ή κομματική, αντίπραξη: Και μέσα στο κόμμα που ανήκαν κι οι δυο τους έκανε αντιπολίτευση. 2. το σύνολο των βουλευτών που ανήκουν στα κόμματα τα οποία δεν υποστηρίζουν την κυβέρνηση: Η αντιπολίτευση θα καταψηφίσει το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”